δαιμονοληψία
Смотреть что такое "δαιμονοληψία" в других словарях:
δαιμονοληψία — η (Μ δαιμονοληψία) [δαιμονόληπτος] η κατάσταση τού δαιμονόληπτου* … Dictionary of Greek
Περντριζέ, Πολ — (Perdrlzet, Μομπελιάρ 1870 – Νανσί 1938). Γάλλος λόγιος, αρχαιολόγος και ιστορικός των θρησκειών. Διατέλεσε καθηγητής στα πανεπιστήμια του Νανσί (1898) και του Στρασβούργου (1919) και έκανε πολλές ανασκαφές στην Ελλάδα, τη Μ. Ασία και την Αίγυπτο … Dictionary of Greek